- οικουμένη
- η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα)1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ)2. (κατ' επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά... τα μεγάλα πτερά τής βαθειάς νύκτας», Κάλβ.)αρχ.1. το μέρος τής γης που κατοικούσαν οι Έλληνες, ο ελληνικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τις βαρβαρικές χώρες2. (στους Ρωμαίους) όλος ο κόσμος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία τής Ρώμης, ο ρωμαϊκός κόσμος3. φρ. «ἡ οἰκουμένη ἡ μέλλουσα» — η επερχόμενη βασιλεία τού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Οικουμένη (ενν. γη). Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. οἰκούμενος τού ρ. οἰκοῡμαι].
Dictionary of Greek. 2013.